-
1 спирт
το οινόπνευμαабсолютный - καθαρό -, απόλυτο -безводный - см. абсолютный -бутиловый - η βουτανόλη, η βουτιλική αλκοόληвинный - см. этиловый -двухатомный - η δισθενής αλκοόλη, η γλυκόζηметиловый - (метанол) το μεθυλόπνευμα, η πολυσθενής αλκοόληпервичный - η πρωτοταγής αλκοόλη, το πρωτότυπο οινοπνευματώδες υγρό- салициловый - η σαλιγενίνη, η ιτεογονίνηэтиловый - το αιθυλόπνευμα, η αιθυλική αλκοόλη (С2Н5ОН)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спирт
-
2 спирт
-а (-у), προθτ. в спирте κ. в спирту, πλθ. спирты α.οινόπνευμα, σπίρτο, αιθυλική αλκοόλη η αιθυλικό πνεύμα• αλκοόλ, -η•денетурированный спирт μετουσιωμένο οινόπνευμα•
древесный спирт μεθυλική αλκοόλη ή ξυλόπνευμα.
-
3 метиловый
метил||овыйприл μεθυλικός:\метиловыйовый спирт ἡ μεθυ-λαλκοόλη, ἡ μεθυλική ἀλκοόλη. -
4 метиловый
επ.μεθυλικός•метиловый спирт μεθυλική αλκοόλη, μεθυλαλκόλη, ξυλόπνευμα•
метиловый эфир μεθυλικός αιθέρας.
См. также в других словарях:
μεθυλική αλκοόλη — Οργανική ένωση που ανήκει στις πρωτοταγείς αλκοόλες, με χημικό τύπο CH3OH. Είναι γνωστή και ως μεθανόλη. Πρόκειται για άχρωμο πτητικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή και εξαιρετικά εύφλεκτο. Η μ.α. είναι εξαιρετικά τοξική κατά την εισπνοή, την… … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek
μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα … Dictionary of Greek
ξυλόπνευμα — (CH3OH). Είναι η μεθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Το ξ. είναι υγρό άχρωμο με αδύνατη οσμή. Διαλύεται στο νερό εύκολα. Βράζει σε 64° C και στερεοποιείται σε 97° C. Προκαλεί μέθη και έχει ισχυρή δηλητηριώδη επίδραση που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση,… … Dictionary of Greek
φορμαλδεΰδη ή μυρμηκική αλδεΰδη — Πρώτο μέλος της τάξης των αλειφατικών αλδεϋδών του τύπου Η CHO. Παρασκευάζεται γενικά με οξείδωση της μεθυλικής αλκοόλης με οξυγόνο του αέρα σε παρουσία καταλύτη από χαλκό ή άργυρο: 2CH3OH + O2→ 2CH2O + 2Η2Ο. Η φ. είναι αέριο άχρωμο ερεθιστικής… … Dictionary of Greek
θειουρία — Διαμίδιο του θειοανθρακικού οξέος, με τύπο H2N CS NH2, που προκύπτει από την ουρία με αντικατάσταση του οξυγόνου από θείο. Βρίσκεται με τη μορφή λευκών κρυστάλλων, που έχουν σημείο τήξης 180 182°C, πικρή γεύση και είναι μέτρια διαλυτοί στο νερό… … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
μεθανόλη — Βλ. λ. μεθυλική αλκοόλη. * * * η χημ. συστηματική ονομασία τής μεθυλικής αλκοόλης … Dictionary of Greek
μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… … Dictionary of Greek
νοθεία — Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων. Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η… … Dictionary of Greek
ξύλοξος — το, και ξύλοξος, ο χημ. προϊόν που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων ή κατά την παραγωγή τών ξυλανθράκων και είναι κιτρινέρυθρο υγρό με κύρια συστατικά τη μεθυλική αλκοόλη, το οξικό οξύ, την ακετόνη και άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek